A “luz” do título do
poema emerge como metáfora para o propósito maior do ser humano em impor a
força do amor ao mundo, o lume distintivo das virtudes, pelo que se há de ver “o
sol com outros olhos” para modificar a consciência sobre a vida errática que se
leva, tantas vezes “condenada” pelos juízes – quer internos quer externos.
O poeta, de origem grega, lança mão, em grande parte dos versos, de latejante imagética colhida ao
vasto patrimônio cultural da civilização helênica, as personagens de “Antígona”
de Sófocles (~497 a.C. – ~406 a.C.) a fulgurar, pois que em seu enredo ainda ressoam
as trevas de uma estrutura sancionadora que se compraz em faltar com a justiça,
amordaçada pela tirania.
A mensagem que se
pode depreender do poema é a de resistência ao império da malignidade, presente
tanto no íntimo dos homens – detentores de corações devastados por escorpiões, incitadores
de jugos contra si mesmos –, quanto nos detentores do poder, hábeis procustos a
perverter os ideais pelos quais a voz lírica tanto conclama, reduzindo-os a
mais plana das convencionalidades, ou melhor, ao conformismo que estorva
qualquer arranque das trevas à luz.
J.A.R. – H.C.
Giórgios Seféris
(1900-1971)
Το Φωσ
Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν
καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια
ξέρεις πως εκείνοι που έμειναν, σε γελούσαν,
το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός
που τελειώνει στη γύμνια.
Όπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά,
άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου
που έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου
τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι
ο δωρικός χιτώνας
που αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,
είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο σκοτάδι.
Κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα δοξάρια
και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο
κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν’ αρμενίζει στο αίμα
ν’ αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρι
και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια
τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο.
Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ’ τα μπαστούνια
πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,
σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως
μ’ ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,
καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες
πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια
ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά
προς τα χαλίκια του βυθού
οι άσπρες λήκυθοι.
Αγγελικό και μαύρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σε βλέπει ο γέροντας ικέτης
πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στο αίμα του
που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.
Αγγελική και μαύρη, μέρα
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο
βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε…
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη
στόλισε τα μαλλιά σου με τ’ αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φως
και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού
να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και
το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά
και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.
A vocação de São
Mateus
(Caravaggio: pintor
italiano)
A Luz
Conforme os anos
passam,
multiplicam-se os juízes
que te julgam:
conforme os anos
passam, com menos vozes dialogas.
Vês o sol com outros
olhos,
sabes que os que
ficaram riem-se de ti,
do delírio da carne,
a bela dança
terminada em nudez.
Ao caminhar, de
noite, pela estrada deserta,
de repente vês o
brilho dos olhos de um bicho
que pronto somem: é
assim que sentes os teus olhos.
Fitas o sol, depois
te perdes na treva;
a túnica dórica
que teus dedos
tocaram e se dobrou como as montanhas
é uma estátua de
mármore ao sol, mas com a cabeça
nas trevas.
E os que deixaram a
arena para, de arco em punho,
alvejar o corredor da
maratona:
ele viu a pista
velejar no sangue,
esvaziar-se o mundo
como a lua
e os jardins da vitória
se desvanecerem;
tu os avistas no sol,
atrás do sol.
E os meninos que
praticavam saltos
vão-se como fusos,
afiar ainda,
corpos nus
mergulhados na luz negra,
um óbolo entre os
dentes, todavia a nadar,
enquanto o sol
costura com agulhas de ouro
velas, lenhos úmidos,
cores do mar alto;
ainda agora descem,
de través,
rumo aos calhaus do
fundo,
os alvos frascos.
Angelical e negra,
luz
riso das ondas pelas
estradas reais do mar
lacrimoso riso,
olha-te o velho
suplicante
dispondo-se a franquear
as invisíveis lápides
espelhadas no seu
sangue,
de onde nasceram
Etéocles e Polínice.
Angelical e negro,
dia:
o gosto salobro da
mulher que envenena o prisioneiro
sai da onda, fresco
ramo enfeitado de gotas.
Canta, pequena
Antígona, canta, canta...
eu não te falo do
passado, falo-te de amor;
adorna os teus
cabelos com espinhos do sol,
tenebrosa donzela;
o coração do Escórpio
é que domina,
o tirano fugiu do
íntimo do homem
e todas as ilhas do
mar, Nereidas, Greias,
acorrem ao resplendor
da anadiomena;
quem jamais amou em
sua vida, haveria de amar na luz:
e estás
numa grande casa, de
muitas janelas abertas,
a correr de quarto em
quarto, sem saber olhar primeiro,
porque hão de partir
os pinheiros e os montes espelhados e o
pipilar dos pássaros
o mar se esvaziará,
vidro estilhaçado, ao vento norte e
ao vento sul,
teus olhos ficarão
vazios da luz do dia
quando de súbito as
cigarras todas parem de cantar.
(Folhetim, 19.06.83)
Referências:
Em Grego
ΣΕΦΈΡΗΣ, Γιώργος. Το φωσ. Disponível neste
endereço. Acesso em: 22 fev. 2022.
Em Português
SEFÉRIS, Giórgios. A
luz. Tradução de José Paulo Paes. In: SUZUKI JR., Matinas; ASCHER, Nelson
(Organizadores). Folhetim: poemas traduzidos. São Paulo, SP: Folha de
São Paulo, 1987. p. 129-130.
❁
Nenhum comentário:
Postar um comentário